skip to main content

ερμηνεία: Ψαραντώνης, Δημήτρης Αποστολάκης

στίχοι - μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης

 

Σα θες λυράρης να γενείς να φύγεις γι΄άλλα μέρη
άσπρο μου περιστέρι και μη σε δει κανείς.
Ν΄αφήσεις ότι αγαπάς κι ότι έχεις συνηθίσει
και όπου σε ξορίσει η μοίρα σου να πας.

Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
το γιαλό ρωτώ για σένα και δεν απαντά.

Ψάξε να βρεις το μαγικό τ΄άγριο σταυροδρόμι
μεσάνυχτα ακόμη σε τόπο ερημικό.
Με τη λεπίδα μαχαιριού κάμε στο χώμα γύρα
κι αρχίνισε τη λύρα στο φως του φεγγαριού.

Από τον κύκλο να μη βγεις σαν έρθουν οι δαιμόνοι
όταν κοντοσιμώνει το άστρο της αυγής.
Δώσε τους αίμα μια σταλιά και στη δική σου λύρα
κι άκου σκοπούς πλημμύρα μέσα τους σιγαλιά.

Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
και την ομορφιά του κόσμου ποιος τη νταγιαντά.

Στο πρώτο φως του πρωινού που το όνειρο θα σβήσει
θα ΄χεις τη γη αφήσει για χάρη του ουρανού
Θα νιώθεις από δω κι εμπρός μέσα στον κόσμο μόνος
προίκα σου θα ΄ναι ο πόνος κι εσύ καλός γαμπρός.
Θα ακούς του χρόνου τη ροή τον ήχο των πραμάτων
σεβντάδων και θανάτων την κρύφια τη βοή
και θα τροχίζουν τον καιρό τση λύρας οι δαιμόνοι
κι εσύ σφυρί κι αμόνι φωτιά με το νερό.

Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
με τα αγρίμια και τα λάφια νιώθω πιο κοντά.

Θα σπάσει ήλιε μου χρυσέ τση λύρας σου το τέλι
δαιμόνοι σαν αγγέλοι θα κλάψουνε για σε
κι από το δάκρυ τους πηλό στο πρόσωπο θα βάλω
κι ένα Θεό μεγάλο θα φτιάξω να γελώ.

Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
κι ο Θεός ανθρώπου δάκρυ πίνει και γλεντά.

Αν μια φωνή δε σε καλεί μην πας στο πανηγύρι
στο σπίτι νοικοκύρη σε θέλουν οι πολλοί
Είναι η λύρα μια πληγή μαχαίρι το δοξάρι κόρη
και παλληκάρι στου χρόνου την πηγή.

Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
χόρεψε μέχρι να σπάσεις τον παλιονοντά.

 

*** Αυτό το τραγούδι εκκινά από ένα θρύλο που είναι αρκετά γνωστός σ’ όλη την Κρήτη. Σύμφωνα μ΄αυτόν, όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι και εκεί χαράζει κάτω στη γη, μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα γύρο (=κύκλο). Μέσα εκεί κάθεται και παίζει. 
Στο κράξιμο του πρώτου πετεινού, έρχονται από παντού δαίμονες ή νεράιδες και τον περιτριγυρίζουν. Χορεύουν εξαίσια, του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο καμώματα με σκοπό να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω από τον γύρο.
Εκείνος δεν τους ακούει αλλά ατάραχος συνεχίζει να παίζει τη λύρα του, ξέροντας ότι  δεν πρέπει να βγάλει άχνα γιατί θα του πάρουν τη μιλιά και δεν πρέπει να βγει από τον κύκλο γιατί θα τον σκοτώσουν. 
Στο κράξιμο του δεύτερου πετεινού, για να μην τους βρει η μέρα, του ζητούν να τους δώσει τη λύρα του κι αυτός υπακούει. Αυτοί προλαβαίνουν να του δαγκώσουν το μικρό δάχτυλο αλλά η ανταμοιβή του είναι μεγάλη. Παίζουν θεϊκά τη λύρα κι αυτός απομνημονεύει τις μελωδίες που ακούει. ‘Οταν κράξει ο κούκλης πετεινός οι δαίμονες εξαφανίζονται αφήνοντας πίσω τους όχι έναν αρχάριο αλλά έναν άριστο τεχνίτη.

Το τραγούδι αυτό το αφιερώνω στη μνήμη της μητέρας μου Αλεξάνδρας από την οποία πρωτάκουσα, μικρός στο χωριό, αυτό το θρύλο.

κατασκευή ιστοσελίδωνOnDesign | Web Design - Web Development - Web Hosting
Google+